- πλύματα
- πλύμαwater in which something has been washedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλύμα — το, ατος το ακάθαρτο νερό από το πλύσιμο, απόπλυμα: Ρίξε τα πλύματα στο νεροχύτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)